πεμφιξ

πεμφιξ
    πέμφιξ
    -ῑγος ἥ
    1) дыхание
    

π. δυσχείμερος Aesch. — дыхание бури, тж. буря

    2) луч, блеск
    

(ἡλίου, βροντῆς Aesch.)

    3) капля
    

(αἵματος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πεμφιξ" в других словарях:

  • πέμφιξ — breath fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιξ — (Ιατρ.). Δερματική νόσος με πορεία εξελικτική, που γενικά καταλήγει σε θάνατο. Συμπτώματά της είναι ο σχηματισμός φυσαλλίδων στο δέρμα και διακρίνεται σε κοινή, σε φυλλώδη και σε βλαστική. Στην κοινή π., χρόνιου τύπου, εμφανίζονται, σε… …   Dictionary of Greek

  • πεμφίγων — πέμφιξ breath fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγα — πέμφιξ breath fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγας — πέμφιξ breath fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγες — πέμφιξ breath fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγι — πέμφιξ breath fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγος — πέμφιξ breath fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιξι — πέμφιξ breath fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιξιν — πέμφιξ breath fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγα — η / πέμφιξ, ιγος, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνους αρχ. 1. πνοή, φύσημα 2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός 3. σταγόνα, ρανίδα 4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»